Ο ΤΟΠΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ

Ο ΤΟΠΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ

Τετάρτη 22 Ιουλίου 2015

Τι προβλέπει η Οδηγία για το bail in

της Νένας Μαλλιάρα
Τη στήριξη των τραπεζών από τους μετόχους, τους ομολογιούχους και σε έσχατη περίπτωση από τους καταθέτες, προβλέπει η ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. 
Η Οδηγία που ψηφίζεται την Τετάρτη 22/7 στο δεύτερο "πακέτο" προαπαιτούμενων από τη Βουλή αίρει εφεξής το βάρος της διάσωσης των τραπεζών από τους φορολογούμενους (bail out), μεταφέροντάς το στους πιστωτές της τράπεζας (bail in).
Η οικονομική κρίση και οι πολλές ουσιώδεις και διαδικαστικές διαφορές μεταξύ των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που διέπουν την αφερεγγυότητα των ιδρυμάτων στα κράτη μέλη κατέδειξαν την ανάγκη θέσπισης ενιαίου καθεστώτος που θα παρέχει στις αρχές ένα αξιόπιστο σύνολο εργαλείων για να παρεμβαίνουν σε ένα μη υγιές ή προβληματικό χρηματοοικονομικό ίδρυμα, ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών του και να ελαχιστοποιούνται οι επιπτώσεις της πτώχευσης του ιδρύματος στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα. 
Όπως επισημαίνει η κοινοτική Οδηγία, το καθεστώς αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ότι οι ζημίες βαρύνουν πρώτα τους μετόχους και μετά τους πιστωτές, αρκεί κανείς πιστωτής να μην βαρύνεται με ζημίες μεγαλύτερες από όσες θα αναλάμβανε εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών. 
Νέες εξουσίες θα πρέπει να επιτρέπουν στις αρχές, να διατηρούν απρόσκοπτη πρόσβαση σε καταθέσεις και πράξεις πληρωμών, να πωλούν βιώσιμα τμήματα του ιδρύματος, κατά περίπτωση, και να κατανέμουν τις ζημίες κατά τρόπο δίκαιο και προβλέψιμο. Οι εν λόγω στόχοι θα πρέπει να συμβάλλουν στην αποτροπή της αποσταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών και στην ελαχιστοποίηση του κόστους για τους φορολογουμένους.
Στην οδηγία επισημαίνεται ότι για την εξυγίανση ενός ιδρύματος είναι δυνατόν, ως ύστατη λύση, να χρησιμοποιούνται εργαλεία κρατικής χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης, συμπεριλαμβανομένης της προσωρινής δημόσιας ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να διαρθρωθούν οι εξουσίες εξυγίανσης και οι χρηματοδοτικές ρυθμίσεις για την εξυγίανση κατά τέτοιο τρόπο ώστε "οι φορολογούμενοι να είναι εκείνοι που θα επωφεληθούν από τυχόν πλεόνασμα το οποίο ενδέχεται να προκύψει από την αναδιάρθρωση ιδρύματος από τις αρχές σε υγιή βάση. Η ανάληψη ευθύνης και κινδύνου θα πρέπει να συνοδεύεται από ανταμοιβή".
Σύμφωνα με την οδηγία, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται πριν από κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από τον δημόσιο τομέα ή ισοδύναμη έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη προς ένα ίδρυμα. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη χρήση πόρων από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ή πόρων για εξυγίανση προκειμένου να απορροφηθούν ζημίες τις οποίες διαφορετικά θα υφίσταντο καλυπτόμενοι καταθέτες ή πιστωτές που αποκλείστηκαν βάσει διακριτικής ευχέρειας. Εν προκειμένω, η χρήση έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης, πόρων για εξυγίανση ή συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, ως συμβολή στην εξυγίανση των ιδρυμάτων που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης, θα πρέπει να τηρεί τις σχετικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.
Τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να περιλαμβάνουν την πώληση της δραστηριότητας ή μετοχών του υπό εξυγίανση ιδρύματος, τη σύσταση μεταβατικού ιδρύματος, το διαχωρισμό των αποδοτικών από τα τοξικά ή μη αποδοτικά περιουσιακά στοιχεία του ιδρύματος που πτωχεύει και τη διάσωσή του με ίδια μέσα από τους μετόχους και τους πιστωτές. 
Το ελάχιστο ποσό διάσωσης με ίδια μέσα
Οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν ή να εξαιρούν εν μέρει υποχρεώσεις όταν αυτό είναι αναγκαίο για να αποτραπεί η μετάδοση και η χρηματοοικονομική αστάθεια η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρές διαταραχές στην οικονομία κράτους μέλους. Κατά τη διενέργεια αυτών των αξιολογήσεων, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εξετάζουν τις συνέπειες από την εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα σε υποχρεώσεις οι οποίες πηγάζουν από επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών ή μεσαίων επιχειρήσεων πέραν του επιπέδου κάλυψης που παρέχεται βάσει της οδηγίας 2014/49/ΕΕ. 
Όταν εφαρμόζονται οι εν λόγω εξαιρέσεις, το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων μπορεί να αυξηθεί ώστε να ληφθούν υπόψη οι εξαιρέσεις αυτές, υπό τον όρο ότι τηρείται η αρχή περί μη επιδείνωσης της θέσης των πιστωτών σε σχέση με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. 
Όταν οι ζημίες δεν μπορούν να μεταφερθούν σε άλλους πιστωτές, η χρηματοδοτική ρύθμιση εξυγίανσης μπορεί να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, υπό ορισμένες αυστηρές προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων την απαίτηση να έχουν ήδη καλυφθεί με ίδια μέσα ζημίες που ανέρχονται τουλάχιστον στο 8% των συνολικών υποχρεώσεων, συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων, και η χρηματοδότηση που παρέχεται από το ταμείο εξυγίανσης να περιορίζεται στο χαμηλότερο από δύο ποσά: ή 5% των συνολικών υποχρεώσεων συμπεριλαμβανομένων των ιδίων κεφαλαίων ή τα μέσα που διαθέτει το ταμείο εξυγίανσης και το ποσό που μπορεί να συγκεντρωθεί με εκ των υστέρων συνεισφορές μέσα σε διάστημα τριών ετών.
Το ελάχιστο ποσό διάσωσης με ίδια μέσα, που ανέρχεται σε 8% των συνολικών υποχρεώσεων ή, κατά περίπτωση, σε 20% των σταθμισμένων βάσει κινδύνου στοιχείων του ενεργητικού θα πρέπει να υπολογίζεται, για τους σκοπούς της εξυγίανσης, με βάση την αποτίμηση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Οι παλαιότερες ζημίες τις οποίες έχουν ήδη απορροφήσει οι μέτοχοι μέσω μείωσης των ιδίων κεφαλαίων πριν από την εν λόγω αποτίμηση δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα ποσοστά αυτά.
Εάν δεν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των πιστωτών και η εκ του νόμου σειρά προτεραιότητας των απαιτήσεων σύμφωνα με το ισχύον πτωχευτικό δίκαιο. Οι ζημίες θα πρέπει να απορροφώνται κατά πρώτον μέσω υποχρεωτικών κεφαλαίων και θα πρέπει να επιμερίζονται στους μετόχους είτε με ακύρωση ή μεταβίβαση μετοχών είτε με σοβαρή απομείωση. Εάν τα μέσα αυτά δεν επαρκούν, θα πρέπει να μετατρέπεται ή να απομειώνεται το χρέος μειωμένης εξασφάλισης. Οι υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης θα πρέπει να μετατρέπονται ή να απομειώνονται, εφόσον έχουν μετατραπεί ή απομειωθεί εξ ολοκλήρου οι κατηγορίες μειωμένης εξασφάλισης. 
Τι προβλέπεται για τους καταθέτες
Η προσφυγή για διάσωση στους καταθέτες, έρχεται μετά την ενεργοποίηση μετόχων και ομολογιούχων. Βάσει της κοινοτικής Οδηγίας, όλες οι καταθέσεις έως 100.000 ευρώ είναι πλήρως εγγυημένες και προστατευμένες και δεν μπορούν να υποστούν "κούρεμα". Ο κίνδυνος "κουρέματος" αφορά τις καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ.
Το άρθρο 44 για την αναδιάρθρωση παθητικού της Οδηγίας αναφέρει πως η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές διέπονται από το δίκαιο άλλου κράτους μέλους ή τρίτης χώρας. Έτσι, δεν "κουρεύονται":
• εγγυημένες καταθέσεις (έως 100.000 ευρώ),
• υποχρεώσεις που καλύπτονται με εξασφάλιση, συμπεριλαμβανόμενων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων που χρησιμοποιούνται για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου,
• κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή περιουσιακών στοιχείων πελατών ή χρημάτων των πελατών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που διακρατούν οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (αμοιβαία κεφάλαια),
• κάθε υποχρέωση που προκύπτει από καταπιστευτική σχέση μεταξύ του ιδρύματος και ενός άλλου προσώπου,
• υποχρεώσεις προς ιδρύματα, οι οποίες έχουν αρχική ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών,
• υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα ληκτότητα μικρότερη των επτά ημερών έναντι συστημάτων ή διαχειριστών συστημάτων,
• καταθέσεις του ΤΕΚΕ και του Συνεγγυητικού,
• υποχρεώσεις σε οποιονδήποτε από τους εργαζόμενους, τους εμπορικούς πιστωτές, τις φορολογικές αρχές και τα συστήματα εγγύησης καταθέσεων.
Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται η αναδιάρθρωση παθητικού, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να εξαιρεί συνολικά ή εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης ή μετρατοπής.
Η εξαίρεση είναι απολύτως αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί μια ευρεία μετάδοση κινδύνου ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία και την υποδομή των χρηματοοικονομικών αγορών κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία της Ελλάδας ή της ΕΕ. 
Στις επισημάνσεις 110,111,112 της Οδηγίας αναφέρεται ειδικότερα:
Οι καταθέσεις που καλύπτονται από συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν θα πρέπει να υφίστανται ζημίες κατά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν μια δράση εξυγίανσης διασφαλίζει ότι οι καταθέτες εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση στις καταθέσεις τους, τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων στα οποία είναι μέλος ένα ίδρυμα υπό εξυγίανση θα πρέπει να καλούνται να εισφέρουν μέχρι του ύψους των ζημιών τις οποίες θα είχαν την υποχρέωση να αναλάβουν εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. 
Ενώ οι καλυπτόμενες καταθέσεις προστατεύονται από ζημίες κατά την εξυγίανση, άλλες επιλέξιμες καταθέσεις είναι δυνητικά διαθέσιμες για σκοπούς απορρόφησης των ζημιών. Προκειμένου να παρασχεθεί ένα ορισμένο επίπεδο προ¬στασίας για φυσικά πρόσωπα και πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που κατέχουν επιλέξιμες καταθέσεις πάνω από το επίπεδο των καλυπτόμενων καταθέσεων, οι καταθέσεις αυτές θα πρέπει να έχουν υψηλότερη εξοφλητική προτεραι¬ότητα σε σχέση με τις απαιτήσεις των απλών ακάλυπτων, μη προνομιούχων πιστωτών βάσει του εθνικού δικαίου που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Τι προβλέπεται για τους μετόχους
Οι περιορισμοί στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών θα πρέπει να είναι σύμφωνοι με το άρθρο 52 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επομένως, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον στα ιδρύματα που βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν, και μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επιδίωξη του στόχου της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας προς όφελος του γενικού συμφέροντος. 
Συγκεκριμένα, τα εργαλεία εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμόζονται όταν το ίδρυμα δεν δύναται να εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, χωρίς να αποσταθεροποιηθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και τα μέτρα είναι αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί η ταχεία μεταβίβαση και η συνέχεια των συστημικά σημαντικών λειτουργιών, και όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη προοπτική για εναλλακτική λύση από τον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένης της όποιας αύξησης κεφαλαίου από τους υφιστάμενους μετόχους ή τρίτο μέρος, που να επαρκεί για να αποκαταστήσει την πλήρη βιωσιμότητα του ιδρύματος. 
Επιπλέον, κατά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και κατά τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και οι ιδιαιτερότητες της νομικής μορφής του ιδρύματος.
Η χρήση των εργαλείων και των εξουσιών εξυγίανσης, που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, ενδέχεται να επιφέρει αναστάτωση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών. Συγκεκριμένα, η εξουσία των αρχών να μεταβιβάζουν τις μετοχές ή το σύνολο ή μέρος των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος σε ιδιώτες αγοραστές, χωρίς τη συγκατάθεση των μετόχων, επηρεάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των μετόχων. 
Επιπλέον, η εξουσία να αποφασίζουν ποιες υποχρεώσεις θα μεταφέρουν από ένα ίδρυμα που πτωχεύει, με βάση τους στόχους να διασφαλιστεί η συνέχεια των υπηρεσιών και να αποφευχθούν δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, ενδέχεται να επηρεάσει την ίση μεταχείριση των πιστωτών. 
Κατά συνέπεια, δράση εξυγίανσης θα πρέπει να αναλαμβάνεται μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο χάριν του δημόσιου συμφέροντος, ενώ κάθε παρέμβαση στα δικαιώματα των μετόχων και των πιστωτών που προκύπτει από τα μέτρα εξυγίανσης θα πρέπει να είναι συμβατή με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση. Σε περίπτωση μεταβίβασης εν μέρει των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατική τράπεζα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος υπό εξυγίανση θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. 
Προκειμένου να προστατευθούν οι μέτοχοι και οι πιστωτές που απομένουν στη διαδικασία εκκαθάρισης του ιδρύματος, θα πρέπει να δικαιούνται να λάβουν, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία εκκαθάρισης, όχι λιγότερα από όσα υπολογίζεται ότι θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρο το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. 
Για τον σκοπό της προστασίας του δικαιώματος των μετόχων και των πιστωτών, θα πρέπει να καθορίζονται σαφείς υποχρεώσεις όσον αφορά την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του υπό εξυγίανση ιδρύματος και, εφόσον απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, να αποτιμάται η μεταχείριση της οποίας θα ετύγχαναν οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν το ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Θα πρέπει να υπάρχει η δυνατό¬τητα να αρχίσει αποτίμηση ήδη στη φάση της έγκαιρης παρέμβασης. 
Πριν αναληφθεί οποιαδήποτε δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται αντικειμενική και ρεαλιστική αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων του ιδρύματος. Η εν λόγω αποτίμηση θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δικαιώματος αμφισβήτησης μόνον μαζί με την απόφαση εξυγίανσης. Επιπλέον, όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία, αφού έχουν εφαρμοστεί τα εργαλεία εξυγίανσης, θα πρέπει να διενεργείται σύγκριση εκ των υστέρων μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας όντως έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα ετύγχαναν σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
Εάν κριθεί ότι οι μέτοχοι και οι πιστωτές έχουν λάβει, κατά την εξόφληση ή κατά την αποζημίωση των απαιτήσεών τους, λιγότερα από όσα θα είχαν λάβει υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, θα πρέπει να δικαιούνται καταβολή της διαφοράς όποτε απαιτείται υπό την παρούσα οδηγία. Σε αντίθεση με την αποτίμηση πριν από τη δράση εξυγίανσης, θα πρέπει να είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί αυτή η σύγκριση χωριστά από την απόφαση εξυγίανσης. 
Η οδηγία 2004/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, περιέχει υποχρέωση υποβολής υποχρε¬ωτικής δημόσιας προσφοράς εξαγοράς όλων των μετοχών της εταιρείας σε δίκαιη τιμή, όπως ορίζεται στην εν λόγω οδηγία, εάν ένας μέτοχος αποκτά, άμεσα ή έμμεσα, μόνος του ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, ένα συγκεκριμένο ποσοστό μετοχών της εταιρείας, το οποίο του δίνει τον έλεγχο της εν λόγω εταιρείας και καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο. 
Ο σκοπός του κανόνα υποχρεωτικής προσφοράς είναι η προστασία των μειοψηφούντων μετόχων σε περίπτωση αλλαγής στον έλεγχο. Ωστόσο, η προοπτική μιας τέτοιας δαπανηρής υποχρέωσης ενδέχεται να αποτρέψει πιθανούς επενδυτές για το θιγόμενο ίδρυμα, δυσχεραίνοντας με αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητα των αρχών εξυγίανσης να χρησιμοποιήσουν όλες τις εξουσίες τους για εξυγίανση. Θα πρέπει να προβλεφθούν οι κατάλληλες παρεκκλίσεις από τον κανόνα υποχρεωτικής προσφοράς, στον βαθμό που απαιτείται για τη χρήση των εξουσιών εξυγίανσης, ενώ μετά την περίοδο εξυγίανσης ο κανόνας υποχρεωτικής προσφοράς θα πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε μέτοχο που αποκτά τον έλεγχο του θιγόμενου ιδρύματος.
Το άρθρο 47 προβλέπει ειδικότερα για τη μεταχείριση των μετόχων σε περιπτώσεις διάσωσης με ίδια μέσα ή απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων τα εξής:
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν εφαρμόζουν το εργαλείο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 2 ή η απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με το άρθρο 59, οι αρχές εξυγίανσης να προβαίνουν έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε μία ή και στις δύο από τις ακόλουθες ενέργειες:
α) να ακυρώνουν τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή να τα μεταβιβάζουν σε πιστωτές που έχουν υποστεί τη διάσωση με ίδια μέσα· 
β) υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 36, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, να αποδυναμώνουν τους υφιστάμενους μετόχους και κατόχους άλλων μέσων ιδιοκτησίας μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας: i) των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα, βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 2, ή ii) επιλέξιμων υποχρεώσεων που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση, σύμφωνα με την εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 στοιχείο στ). 
Όσον αφορά το στοιχείο β) του πρώτου εδαφίου, η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.
Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό τις ακόλουθες περιστάσεις: α) κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την εκτίμηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή η οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ) πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση· β) κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 60. 
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν δικαίωμα δίκαιης δίκης και ουσιαστικής ένδικης προστασίας έναντι των μέτρων που τα θίγουν. Ως εκ τούτου, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να αποτελούν αντικείμενο δικαιώματος προσφυγής.
www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου